- οργοτόμος
- ο1. αυτός που χαράσσει οργό2. αυτός που διευθύνει αγροτικές εργασίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < οργός + -τόμος (< τέμνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek